- εχιδνώδης
- ης, ες1) см. εχιδνοειδής; 2) змеиный (о месте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐχιδνώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐχιδνώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐχιδνώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχιδνώδης — ες (ΑΜ ἐχιδνώδης, ες) [έχιδνα] εχιδνοειδής νεοελλ. (για τόπους) ο γεμάτος έχιδνες μσν. μτφ. δόλιος, κακεντρεχής («ἐχιδνώδης Φαραώ», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek
ἐχιδνώδεις — ἐχιδνώδης masc/fem acc pl ἐχιδνώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνωδῶν — ἐχιδνώδης masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek